|
|||
|
Τα τελευταία τρία χρόνια η ελληνική αστική τάξη σε συμμαχία με το διεθνές κεφάλαιο, προκει-μένου να διασφαλίσει τα κέρδη που αντλεί από τη βιομηχανία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα, έχει κηρύξει πόλεμο περικόπτοντας τους μισθούς του προλεταριάτου και κλέβοντας κρυφά τον πλούτο των μεσαίων τάξεων. Τους τελευταίους μήνες το καθεστώς έχει κατορθώσει να εξαλείψει τα αποτελέσματα εργατικών αγώνων δεκαετιών∙ έχει καταργήσει τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις και έχει επαναφέρει τις ατομικές, έχει περικόψει τους μισθούς κατά περίπου 30% και έχει μειώσει τις συντάξεις, οι οποίες είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη.
Όλοι οι τομείς βρίσκονται σε κρίση, ιδιαίτερα
ο τομέας της οικοδομής, αν και επίσης έχουν
πλη-γεί έντονα η γεωργία και οι υπηρεσίες.
Το επίσημο ποσοστό ανεργίας είναι 20%, το
οποίο ανέρχε-ται στο 50% για τους νέους, και
ήδη οι άνεργοι υπερβαίνουν σε αριθμό αυτούς
που εργάζονται. Η κυβέρνηση έχει επίσης
δεσμευτεί να απολύσει 150.000 εργαζόμενους
στον δημόσιο τομέα έως το 2015.
Αφού τοποθέτησε αυτά τα στοιχεία στο
χρεωστικό σκέλος του κρατικού προϋπολογισμού
η ελ-ληνική κυβέρνηση προσπάθησε να περιορίσει
την κοινωνική ένταση διοχετεύοντάς την
σε άλλη μια γελοία εκλογική κοινοβουλευτική
διαδικασία.
Η λεγόμενη εκλογική «αναμέτρηση» που
πραγματοποιήθηκε την 6η Μαΐου απλώς επιβεβαιώνει
το γεγονός του ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού
είναι κατά των λεγόμενων «μέτρων λιτότητας»
των τελευταίων ετών, ενώ σχεδόν το 35% των
ψηφοφόρων δεν μπήκαν στον κόπο να πάνε
να ψη-φίσουν. Πρόκειται για ένα υψηλό ποσοστό
σε μια χώρα όπου, μετά την περίοδο της στρατιωτικής
δικτατορίας, οι δημοκρατικές τελετουργίες
θεωρούνται γενικώς ως μια «κατάκτηση»,
πάνω απ’ όλα από τους «αριστερούς» ψηφοφόρους.
Τις τελευταίες δεκαετίες δύο κόμματα,
το ΠΑΣΟΚ (κεντροαριστερά) και η Νέα Δημοκρατία
(κεντροδεξιά), εναλλάσσονται στην κυβέρνηση
και νέμονται την εξουσία και τις μίζες.
Και τα δυο κόμματα υποστήριξαν την κυβέρνηση
του «τεχνοκράτη» Παπαδήμου και τα πήγαν
πολύ άσχημα στις εκλογές. Σε σύγκριση με
τις εκλογές του 2009 το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ
έπεσε από το 44% στο 13% και της Νέας Δημοκρατίας
από το 33% στο 19%.
Οι «αριστεροί» ψηφοφόροι άλλαξαν την υποταγή τους από το ΠΑΣΟΚ στον λεγόμενο «ριζο-σπαστικό» συνασπισμό, τον ΣΥΡΙΖΑ, που έγινε το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα του κοινοβουλίου. Όμως, η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια «λογική» μεσοβέζικη ψήφος, καθώς αυτός επιθυμεί την πα-ραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρ’ όλο που αντιτίθεται στις υπαγορεύσεις της τρόικας (Ευρω-παϊκή Ένωση, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο). Πράγματι, πολλοί Έλληνες έχουν ακόμη κάτι να χάσουν και φοβούνται την κατάρρευση του κράτους και την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Κομμουνιστική Οργάνωση Ελλάδας (ΚΟΕ), που βρίσκεται στο ριζοσπαστικό άκρο του ΣΥ-ΡΙΖΑ, στην ανακοίνωσή της αναφέρει: «Σήμερα ο ελληνικός λαός υπερψήφισε τη μη-εμπιστοσύνη του στα κόμματα της τρόικας (ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ) και προκάλεσε έναν πραγματικό σεισμό που συντά-ραξε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Ο λαός μας έστειλε ένα εκκωφαντικό μήνυμα στην τρόικα… Ο δρόμος για έναν άλλο τύπο εκπροσώπησης, ένα άλλο πολιτικό σύστημα, ο δρόμος για την πραγ-ματική δημοκρατία και για μια ριζοσπαστική μετάβαση ανοίγεται τώρα μπροστά μας». Αυτοί οι οπερετικοί κομμουνιστές, με τα «εκκωφαντικά μηνύματά» τους, θέλουν να αποπροσανατολίσουν το κίνημα των απεργιών και των διαδηλώσεων, που εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη χώρα για πάνω από δύο χρόνια, και να διοχετεύσουν την ενέργειά του στις κάλπες, με τους ίδιους να προπορεύονται ως «ώριμοι» πολιτικοί εκπρόσωποι του κινήματος. Αν η εργατική τάξη πέσει σε αυτή την παγίδα, αυτό θα αποβεί τελικά προς όφελος της αστικής τάξης.
Το δημαγωγικό και παραπλανητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ανταποκρίνεται σ’ αυτή την ανά-γκη. Σήμερα, καμία κυβέρνηση, ούτε καν μια «κυβέρνηση της Αριστεράς», δεν μπορεί να προασπί-σει την εργατική τάξη, ούτε στην Ελλάδα ούτε σε καμία άλλη χώρα. Όλα τα κοινοβούλια και όλες οι κυβερνήσεις, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, είναι όργανα του αστικού κράτους και υπε-ρασπίζονται τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Μόνο με τον αγώνα της η εργατική τάξη μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό της, και αυτός είναι ένας αγώνας που πρέπει να πραγματοποιηθεί έξω από τα πλαίσια του αλλότριου, μίσθαρνου και διεφθαρμένου θεσμού του κοινοβουλίου.
Από την άλλη μεριά, το ΚΚΕ είναι ενσωματωμένο πλήρως στο αστικό κράτος. Αυτό πολύ πρό-σφατα το απέδειξε περίτρανα με τον έλεγχο που ασκεί στη σημαντική συνδικαλιστική ένωση του ΠΑΜΕ και με τη φανερή επιθυμία του να κρατήσει το κοινωνικό κίνημα υπό αυστηρό έλεγχο μέσα στα πλαίσια της αστικής νομιμότητας. Παρά το γεγονός του ότι αντιτίθεται στην ανοικοδόμηση γνήσιων ταξικών συνδικάτων ανοικτών σε όλους τους εργαζόμενους, αυτή τη στιγμή προσπαθεί να φανεί «εξτρεμιστικό» ζητώντας η Ελλάδα να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως, το ΚΚΕ παίζει κι αυτό απλώς το δικό του ρόλο στο κοινοβουλευτικό μελόδραμα. Στην Ιταλία έχουμε προ πολλού ξεσκεπάσει το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, το «κόμμα του αγώνα και της διακυβέρνη-σης» εδώ και δεκαετίες. Αυτό το κόμμα που ισχυριζόταν στους αγωνιστές ότι «έπαιζε διπλό παιχνί-δι»: το ένα ήταν ο εκλογικός δρόμος και το άλλο, το «πιο υπόγειο», ήταν, η προετοιμασία της επα-νάστασης. Όμως, και οι δύο «δρόμοι» που υποτίθεται μεταξύ των οποίων το κόμμα επέλεγε ανάλο-γα με τις περιστάσεις, στην πραγματικότητα δεν υπήρξαν ποτέ. Όπως πάντα, είτε παλεύει κανείς για την προετοιμασία της επανάστασης ή παλεύει για την προετοιμασία του για τις εκλογές. Σήμερα, ανατρέχοντας στις διάφορες καταστροφές που έχει οδηγηθεί το διεθνές προλεταριάτο από τη δημοκρατία και τον σταλινισμό, δεν έχουμε κανένα δισταγμό να επαναεπιβεβαιώσουμε αυτή τη συγκεκριμένη θέση.
Στον χώρο της Δεξιάς, οι ψήφοι της Νέας Δημοκρατίας έχουν περάσει σε ορισμένα μικρότερα κόμματα και στην εθνικοσοσιαλιστική «Χρυσή Αυγή». Η τελευταία αποδίδει την κρίση στους «Ε-βραίους τοκογλύφους», στους μετανάστες που «κλέβουν τις δουλειές των Ελλήνων» και στους τσιγγάνους που «κλέβουν τσάντες από γριούλες». Καταφέρεται εναντίον της δικτατορίας της Ευ-ρώπης και φωνάζει το σύνθημα «η Ελλάδα στους Έλληνες», και, με το 7% των ψήφων που πήρε, τα ξυρισμένα κεφάλια των βουλευτών της θα δικαιούνται να φωνάζουν και να παραληρούν μέσα στο δημοκρατικό θηριοτροφείο του ελληνικού κοινοβουλίου.
Όπως μπορούμε να δούμε, το εκλογικό τελετουργικό πόρρω απέχει από το να είναι «πεταμένα λεφτά» όπως μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνεται, καθώς εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ως μέ-σο για τον αποπροσανατολισμό των εργαζομένων, εξαπατώντας τους ότι «κάτι καλό» θα βγει από αυτό, ότι «νέοι άνθρωποι», νέες πολιτικές δυνάμεις και μια νέα κυβέρνηση θα πάρει κάποια πρωτο-βουλία που θα προστατεύσει το βιοτικό τους επίπεδο. Η πραγματικότητα είναι ότι αν οι εργαζόμε-νοι δεν είναι σε θέση να οργανωθούν και να αντισταθούν σε ταξική βάση με μια δική τους ισχυρή οργάνωση που παλεύει όχι με ψηφοδέλτια αλλά στους δρόμους, αναπόφευκτα θα αναγκαστούν να συμβιβαστούν με ολοένα και πιο άσχημες συνθήκες.
Προχωρώντας πέρα από τα αποτελέσµατα των εκλογών, την αναστάτωση του ελληνικού πολιτικού συστήματος και τα γελοία καμώματα των πολιτικών του, τα κεντρικά ζητήματα εξα-κολουθούν να είναι η οικονομική κρίση και ποιες είναι οι πραγματικές προοπτικές για το προλεταριάτο.
Το αν θα μείνει η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα ή όχι, το αν θα φύγει επειδή θα αναγκα-στεί από τη Γερμανία ή με τη θέλησή της, το αν θα εγκαταλείψει το ευρώ και θα επιστρέψει στη δραχμή, το αν θα εθνικοποιήσει την περιουσία των τραπεζών, όλες αυτές είναι εναλλακτικές λύσεις που θα καθορίσουν τις μελλοντικές προοπτικές του προλεταριάτου και την οικονομία και όχι κά-ποια συγκεκριμένη πολιτική μιας συγκεκριμένης κυβέρνησης. Όμως, τα αστικά κράτη έχουν πλέον ελάχιστα περιθώρια ελιγμών, και τα μεγαλύτερα και ισχυρότερα κράτη ακόμη λιγότερα. Το «κυρί-αρχο» αστικό γερμανικό κράτος είναι το πιο στριμωγμένο απ’ όλα, και το μεγάλο κεφάλαιο που στήριξε τη συσσώρευσή του με επίκεντρο τη Γερμανία θα χάσει τα περισσότερα.
Κάποια στιγμή η μόνη δυνατή επιλογή που θα μπορούν να κάνουν «ελεύθερα» οι ιμπεριαλιστι-κές δυνάμεις θα είναι ο μεταξύ τους πόλεμος. Απέναντι σε αυτή την απειλητική προοπτική, η σω-τηρία της εργατικής τάξης δεν βρίσκεται στον εθνικισμό, που ήδη είναι σε άνοδο, ούτε στην ψευ-δαίσθηση ότι μπορεί να ξεφύγει από τον κλοιό του γερμανικού ιμπεριαλισμού, όπως διακηρύσσεται στην Ελλάδα τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά. Βρίσκεται στη διεθνή ένωση του εργατι-κού κινήματος, στη συμμαχία μεταξύ των προλεταρίων διαφορετικών χωρών, ενωμένων σε μια κοινή προοπτική, που έχει μάθει από το θανάσιμο λάθος του να εμπιστεύεται τις κοινοβουλευτικές, εθνικές, πασιφιστικές ή διαταξικές λύσεις, και αντί γι’ αυτές να παλεύει για την επαναστατική ανα-τροπή του καπιταλισμού.